Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κάνω κατάχρηση

См. также в других словарях:

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

  • παραχρώμαι — άομαι, ΜΑ μσν. 1. κάνω ερωτικές καταχρήσεις («παραχράται πολύ σφοδρῶς συνουσιάζει, ἀκολάστως μίγνυται εἴρηται δὲ καὶ περὶ ἐκάστου πράγματος ὅ ἐκ περιουσίας γίνεται», λεξ. Σούδα) 2. κάνω κατάχρηση λέξεως («Σοφοκλής παραχρᾱται τῇ λέξει… …   Dictionary of Greek

  • παρακάνω — και παρακάμνω 1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου 2. φρ. α) «παρακάνει ζέστη [ή κρύο]» ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός β) «τό παρακάνω» υπερβαίνω τα εσκαμμένα,… …   Dictionary of Greek

  • αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • εναποχρώμαι — ἐναποχρῶμαι ( άομαι) (Α) 1. χρησιμοποιώ καταχρηστικά, μεταχειρίζομαι κάτι για ωφέλειά μου, κάνω κατάχρηση 2. ενεργ. σφετερίζομαι, κλέβω …   Dictionary of Greek

  • ενστασιολογώ — έω κάνω κατάχρηση τού δικαιώματος να υποβάλλω ενστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενστασιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εντρυφώ — (Μ ἐντρυφῶ, άω) βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση αρχ. μσν. διασκεδάζω σε βάρος κάποιου αρχ. 1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός 2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω 3. παθ. ἐντρυφῶμαι γίνομαι στόχος… …   Dictionary of Greek

  • παραξηλώνω — 1. ξηλώνω κάτι πάρα πολύ 2. φρ. «τό παραξηλώνω» ξεπερνώ τα όρια, τό παρακάνω, κάνω κατάχρηση …   Dictionary of Greek

  • συναποχρώμαι — άομαι, Α 1. εκμεταλλεύομαι κάτι, επωφελούμαι από κάτι μαζί με άλλον 2. κάνω κατάχρηση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποχρῶμαι «επωφελούμαι, μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια»] …   Dictionary of Greek

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • όριο — το 1. σύνορο, τέλος έκτασης: Τα όρια του κράτους. 2. μτφ., σημείο, άκρο, όπου φτάνει μια κατάσταση ή ενέργεια, πέρα από το οποίο δεν μπορεί ή δεν πρέπει να πάει: Η υπομονή έχει τα όριά της. 3. φρ., «Όριο ελαστικότητας», το μέγιστο όριο αντοχής ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»